μετεισδύνω

μετεισδύνω
μετεισδύνω (Α)
(ιδίως για τα καρκινοειδή) βγαίνω από το πρώτο όστρακο, όταν αυξάνομαι, και εισέρχομαι σε άλλο μεγαλύτερο («αὐξανόμενον μετεισδύνει είς ἄλλο ὄστρακον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + εἰσ-δύνω «εισέρχομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετεισδύνει — μετεισδύ̱νει , μετεισδύνω change and slip into another aor subj act 3rd sg (epic) μετεισδύ̱νει , μετεισδύνω change and slip into another pres ind mp 2nd sg μετεισδύ̱νει , μετεισδύνω change and slip into another pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”